ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

(Άρθρο της κ. Γογγάκη, βασισμένο σε ομιλία που εκφωνήθηκε στο “Αίτιον” στις 20-11-2018. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ, τ. 79-80, σ. 5-10).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΝΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΣΤΟΝ ΣΩΤΗΡΙΟ ΦΟΥΡΝΑΡΟ

Κωνσταντίνα Γογγάκη

                                              Επίκουρη Καθηγήτρια ΣΕΦΑΑ

                           Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Σωτήριος Φουρνάρος[1] το 2014 δημοσίευσε τη μελέτη με θέμα «Η sancta realitas (αγία πραγματικότητα) του σώματος; Ή: η πολιτική φιλοσοφία του σώματος».[2] Στην εργασία αυτή εμφανίζεται επηρεασμένος από μια μεγάλη πνευματική μορφή του 20ού αιώνα, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, για τον στοχασμό του οποίου λίγο αργότερα εξέδωσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη.[3]

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη η φιλοσοφία «δεν πρόκειται για συστήματα, βιβλία και σχολαστικούς συλλογισμούς. Πρόκειται, πρώτα και πριν απ’ όλα, για αμφισβήτηση της θεσμισμένης παράστασης του κόσμου, των ειδώλων της φυλής, μέσα στον ορίζοντα μιας απεριόριστης ερώτησης».[4] Υπάρχει, δηλαδή, συνεχής φιλοσοφική δημιουργία, η οποία έχει τη δυνατότητα να αναδείξει κάτι καινούριο, και ίσως πιο αληθινό. Δια της φιλοσοφίας μπορεί κανείς να ανακαλύψει κάτι φωτεινότερο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα βρει την απόλυτη ταύτιση με την αλήθεια, παρατηρεί ο Φουρνάρος. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή θεωρεί κανείς ότι ανακάλυψε την απόλυτη αλήθεια και διεκδικεί μ’ επιμονή το αλάθητο, τότε έχουμε την δημιουργία συστήματος και σχολής σκέψης. Τα συστήματα και οι σχολές σκέψης, ωστόσο, αφαιρούν από τη φιλοσοφία το βασικό της χαρακτηριστικό, που είναι η αμφισβήτηση[5] και η ανατροπή του προγενέστερου, στοιχείων απαραίτητων για ν’ αναβαθμιστεί κανείς σε κάτι ποιοτικά ανώτερο. Η ταύτιση με την απόλυτη αλήθεια συνιστά ύβριν για τον άνθρωπο, ο οποίος είναι φίλος της σοφίας (: φιλό-σοφος), αενάως.[6]

Η διαφορά μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών φιλοσοφικών σχολών, βρίσκεται στον τρόπο αντιμετώπισής τους. Αν η σχολή φετιχοποιείται ή απολυτοποιείται,[7] τότε υπάρχει έλλειψη αντικειμενικότητας, η οποία ως αποτέλεσμα έχει την απονέκρωση της φιλοσοφίας. Αν όμως η σχολή αμφισβητείται, τότε εμφανίζεται το καινούργιο,[8] και η α-πορία για αυτό διατηρείται αιώνια. Η μη καθυπόταξη είναι η αντισυστημικότητα, η συνεχής αναγέννηση, και, τελικά, η ζωντάνια της φιλοσοφίας.[9]

Η αντιμετώπιση της συστημικότητας με τρόπο τελματώδη προσδιορίζει το πλαίσιο της sanctarealitas, της αγίας πραγματικότητας, όπως την όρισε ο Καστοριάδης,[10] και αποτελεί παρακμή της φιλοσοφίας, παρατηρεί ο Φουρνάρος. Όταν η πραγματικότητα που ζει ο άνθρωπος, καθαγιάζεται μέσα από μια υπεράνθρωπη πραγματικότητα με ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά, και η πραγματικότητα αυτή παρουσιάζεται ως «ιδανική», «αλάνθαστη» και «αναγκαία», με αρχές δεσμευτικές απ’ τις οποίες δεν πρέπει να αποκλίνουμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, τότε είμαστε ενώπιον ενός συστήματος.[11]

 Αν, παραπέρα, αποδεχόμαστε ένα φιλοσοφικό σύστημα, που είναι απονεκρωμένο ενώ εμφανίζεται ζωντανό, και έχει ουτοπικό ιδεαλιστικό πυρήνα λόγω του καθαγιασμού της πραγματικότητας που ζούμε, και αν αδιαφορούμε για την εφαρμογή της γνώσης που παράγει η φιλοσοφία, τότε είναι εντελώς υποκριτικό να διαμαρτυρόμαστε για την κρίση των αξιών που μας περικυκλώνει. Η κρίση αυτή έχει εμφανείς συνέπειες σε όλους τους τομείς, επομένως και στην αντιμετώπιση του ανθρωπίνου σώματος – ιδίως όπως αυτή εμφανίζεται στον αθλητισμό. Αν, μάλιστα, επικαλούμαστε ιδεαλισμούς, όπως π.χ. «αυτό είναι το μόνο σωστό», αν η φιλοσοφία δεν λαμβάνει τα μηνύματα των λαών, ώστε να αποτολμήσει έναν ειλικρινή διάλογο με την πραγματικότητα, περιορίζοντας τις πιθανότητες να αποδειχθεί ουτοπική, τότε το πρόβλημα γίνεται ακόμη οξύτερο.[12]

Η πιθανή φιλοσοφική ανάμειξη, επομένως, στον ιδεαλισμό της εξιδανικευμένης πραγματικότητας του σώματος, που τόσο έντονα προβάλλεται στον αθλητισμό, συνιστά αναποτελεσματική οπτική. Εξ άλλου, είναι ο ίδιος ο σύγχρονος σωματικός καθαγιασμός του ωραίου, σφριγηλού και προσανατολισμένου σε μεγάλα αθλητικά επιτεύγματα σώματος, αυτή η αναγωγή του σε «σύστημα», η θεοποίηση και απολυτοποίησή του, που εκφράζει το προβληματικό περιεχόμενο της ιδεαλιστικής χρησιμοποίησής του ως εξεικόνισης της ιδεατής πραγματικότητας της ομορφιάς, της δύναμης και της επιτυχίας, αν και πρόκειται για δημιούργημα υλικό. Η παρεμπόδιση της επαφής του ανθρώπου προς την ολότητά του, που αποτελείται από ένα σύνολο ετεροτήτων, λ.χ. την ηθική, ορθολογική, σωματική, συναισθηματική, μεταφυσική, αισθητική ετερότητα, είναι το σημαντικό ζήτημα. Πρόκειται για το αιτούμενο της ισόρροπης και αρμονικής ανάπτυξης του ανθρώπου, και του αποκλεισμού του από μονισμούς, και μάλιστα ιδεαλιστικούς και συστημικούς, όπου εντάσσεται και η σωματικότητα, παρατηρεί ο Φουρνάρος.[13]

Η φιλοσοφική προσέγγιση του σώματος δείχνει ότι οι εποχές και οι πολιτισμοί έδωσαν διαφορετικό νόημα στη σωματικότητα. Τρεις χαρακτηριστικές περίοδοι νοηματοδότησης συνιστούν το κλασικό ελληνικό, το βυζαντινό και το μεταβιομηχανικό κοσμοείδωλο. Στην κλασική αρχαιότητα η ψυχοσωματική ανάπτυξη εκλαμβάνεται ως ισομερής. Στη βυζαντινή περίοδο η σωματικότητα συνιστά κάτι πολύ υποδεέστερο της πνευματικότητας. Στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες μέχρι και σήμερα, επικρατεί το φαντασιακό της συνεχούς εξάπλωσης του οικονομικού υλισμού, της θεοποίησης του κέρδους.[14] Αυτό συνεπάγεται την απολυτοποίηση οτιδήποτε υλιστικού, όπου εντάσσεται και το σώμα, και τον υποβιβασμό οτιδήποτε μη υλιστικού, όπου εντάσσεται η μη σωματική (πνευματική, ψυχική) σύσταση του ανθρώπου. Έτσι, προβάλλει εκ νέου η ανάγκη της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, της κατανόησης δηλαδή της σύστασης και της ουσίας του ανθρώπου. Η αποσαφήνιση της αντι-ιδεαλιστικής και αντισυστημικής σχέσης της φιλοσοφίας με τη σωματικότητα του αθλητισμού υπόκειται, κατ’ επέκταση, στη διεργασία μιας σύγχρονης φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, απ’ όπου ξεκινάει. Αν δεν απαντηθεί απ’ την αρχή το ερώτημα «τι είναι άνθρωπος», τότε τα μεταβιομηχανικά υλιστικά πρότυπα, και ιδίως η υπερδιόγκωσή τους μέσα απ’ την γενικευμένη ισχύ της σύγχρονης οικονομικής (:υλιστικής)  παγκοσμιοποίησης, παραμένουν «καλοδεχούμενα» και «επιβεβλημένα».[15] Αυτό άλλωστε γίνεται σαφές στο «κυρίως, υλικό περιεχόμενο», το οποίο στον πρωταθλητισμό ακολουθεί την επιβράβευση «για τη νίκη, ή, ακριβολογώντας, για την επίδοση (ρεκόρ), χωρίς να περιορίζεται μόνο στην αποθέωση του πλήθους».[16]

Υπό τις συνθήκες αυτές το περί ανθρώπου ερώτημα μπορεί, κατά τον Φουρνάρο, να φωτιστεί μέσα από την ανάλυση τριών εννοιών, της ολότητας, της ανοικτότητας και της υγείας. Η ολότητα είναι η καλλιέργεια των ποικίλων δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης και χωρίζεται στην ηθική, ορθολογική, σωματική, συναισθηματική, μεταφυσική, αισθητική ετερότητα του όλου. Η ανοικτότητα αποτελεί δημιουργία μέσα από τον ίδιο τον άνθρωπο-δημιουργό, μια αυτοδημιουργία,[17] χωρίς άκαμπτες και υποχρεωτικές επιταγές, αλλά με συνεχώς νέους καθορισμούς από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η υγεία ορίζεται μέσα από τη σκοπιά της «φύσης που δέχτηκε την επίδραση και τη διαμόρφωση της παιδείας. Αυτή αποτελεί τη βάση για περαιτέρω παιδεία και, επομένως, συνιστά αξία».[18] Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επισημανθεί η αξία της ψυχοσωματικής υγείας ως αποτέλεσμα παιδείας, ή μόρφωσης, ή αλλιώς, μετάβασης από την α-μορφία στην καθολική μορφή, αντί για την εργαλειοποίηση ή πραγμοποίηση του σώματος με σκοπό την – με οποιοδήποτε τίμημα – επίτευξη στόχων. Επιδιώκεται, λ.χ. η ταχύτατη «κατασκευή» ωραίου και γραμμωτού σώματος με τη χρήση χημικών ουσιών, ή η επίτευξη ρεκόρ με τη χρήση και πάλι διαφόρων σκευασμάτων.[19]

«Ολότητα, ανοικτότητα και υγεία συνθέτουν αντι-ιδεαλιστικά το σώμα του πεπαιδευμένου ανθρώπου», επισημαίνει ο Φουρνάρος.[20] Κυρίως η ανοικτότητα, αντι-ιδεαλιστική και μεταρρυθμιστική ούσα, αυτοκαθορίζει, ελεύθερα, με τους αναγκαίους προσδιορισμούς της την ανθρώπινη ολότητα. Η ελευθερία αυτή είναι ουσιαστική, και όχι κατ’ επίφαση, καθώς το ανθρώπινο όλον προσδιορίζεται από το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο, μέσα από τη διαλεκτική του με την κοινωνία στην οποία ζει.[21]

Στη σχέση της φιλοσοφίας με τη σωματικότητα του αθλητισμού, η σύγχρονη φιλοσοφική ανθρωπολογία αποτελεί πολύτιμη και απαραίτητη βάση υπέρβασης εμποδίων. Χρειάζεται, όμως, πρώτα να διερευνηθεί ο τρόπος βάσει του οποίου είναι εφικτό να μεταπλαστεί αυτή σε πράξη. Να διερευνηθεί δηλαδή πώς ενισχύεται η αντι-ιδεαλιστική ελευθερία μέσω της οποίας αποκτά διαφορετικό νόημα η σωματικότητα, και τι, στ’ αλήθεια, σημαίνει «αυτοδιάθεση του σώματος», η οποία υφίσταται και στον αθλητισμό. Η μη ωραιοποίηση των απαντήσεων οδηγεί στα ανθρώπινα, όπου ο τομέας εξέλιξης της κοινής μας ζωής είναι ο πολιτικός. Θα πρέπει, επομένως, να αναφερθούμε σε μια «πολιτική» φιλοσοφία του σώματος.[22]

Κεντρικός γνώμονας της πολιτικής φιλοσοφίας του σώματος είναι η αυτονομία, που καθορίζει τον άνθρωπο ο οποίος «δεν επιδιώκει απλά και μόνο να τακτοποιήσει αυτόνομα την ατομική του ζωή, αλλά συμμετέχει ενεργά στον προσδιορισμό των νόμων που επηρεάζουν την κοινωνία, καθορίζοντας την ίδια τη ζωή του».[23] Η αυτονομία συνιστά ακριβώς το αντίθετο της ετερονομίας, και συνεπάγεται την ατομική και την πολιτική ελευθερία. Ο αντι-ιδεαλισμός και η ελευθερία του σώματος προστατεύονται μέσα από τη βούληση κάθε κοινωνίας να μεταβάλλει την πορεία της, και, εν προκειμένω, τον υλιστικό απομονωτισμό της. Είναι ανάγκη, όμως, η αφύπνιση των συνειδήσεων να γίνει χωρίς να χρειαστεί πρώτα να επέλθει η πλήρης καταστροφή, π.χ. θάνατοι λόγω της χρήσης απαγορευμένων ουσιών, ανίατες αρρώστιες, ακραία καιρικά φαινόμενα, κ.ά., ως αποτέλεσμα της όλης ασέβειά μας προς τη φύση και της μανίας επίτευξης επιδόσεων σε όλους τους τομείς. Τα παραπάνω έχουν ξανασυμβεί, και έχει προκληθεί σκεπτικισμός για την πορεία της ανθρωπότητας, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ουσιαστική αλλαγή, επισημαίνει ο Φουρνάρος.[24]

Διαφαίνεται, κατά συνέπεια, η ανάγκη, οι κοινωνίες να στραφούν προς τη δημιουργία αντι-υλιστικών πολιτικών. Προϋπόθεση είναι να αναχαιτίσουν, προηγουμένως, δυναμικά τους τρεις παράγοντες που αναστέλλουν αυτή την δράση, την εδραιωμένη μεταβιομηχανική αξία του ατομικισμού, την έλλειψη δυνατότητας συμμετοχής των πολλών στις πολιτικές αποφάσεις, και τον εξ αυτής της έλλειψης προερχόμενο περιορισμό της πολιτικής μας ελευθερίας. Δεν μπορεί η συμμετοχή μας στο πολιτικό σκηνικό να περιορίζεται στην ανά τετραετία ψηφοφορία, και κατά το ενδιάμεσο διάστημα να λειτουργούμε ως απλοί παρατηρητές.[25]

Αυτά όλα σημαίνουν ότι η αντι-ιδεαλιστική ελευθερία του σώματος συνδέεται άρρηκτα με την απόφαση των λαών για τον εκδημοκρατισμό τους, κάτι που προϋποθέτει την ουσιαστική στροφή κάθε ανθρώπου προς την ολότητα της ύπαρξής του. Με άλλα λόγια, η τελολογία του σώματος, ο σκοπός του υλικού αυτού δημιουργήματος, είναι στενά συνδεδεμένος με την καθολικότητα της ανθρώπινης τελολογίας και την μετατροπή του καθένα σε ό,τι ουσιαστικά είναι: «Πρέπει να τελειώνουμε με τους ‘μετασχηματισμούς του κόσμου’ και τα εξωτερικά έργα, πρέπει να θεωρήσουμε ουσιώδη τελικότητα τον ίδιο τον δικό μας μετασχηματισμό», υποστηρίζει ο Καστοριάδης.[26]

Από τις παραπάνω επισημάνσεις καθίσταται εμφανής και η απομάκρυνση από την αντίληψη της σωματικής αυταξίας και υπεραξίας. Η αντι-υλιστική αξιολογία του σώματος ταυτίζεται με την ηθική αξία του σεβασμού των ορίων του ανθρώπου και της ανθρώπινης ολότητας, συνιστώντας το αντίδοτο απέναντι «στην ηθική ένδεια του σύγχρονου κόσμου».[27] Και, μπορεί για τα ανθρώπινα όρια εμπράκτως να ισχύει η με όποιες συνέπειες αυτοδιάθεση του σώματος, π.χ. να είναι «τέλειο», να λαμβάνει χημικές ενισχυτικές ουσίες για την μεγιστοποίηση των επιδόσεων κ.ά., ωστόσο η προσέγγιση του ανθρώπινου όλου αποκαλύπτει το πρόβλημα της νοσηρής αυτής αυτοδιάθεσης. Αυτό συμβαίνει επειδή ο αθλητής που πάσχει από σωματική και υλιστική εμμονή (:ιδεατισμό), υποβαθμίζει την πνευματική του ανάπτυξη, υπονομεύοντας την ανοικτότητά του. Έτσι, μετατρέπεται εύκολα σε υποχείριο, το οποίο άγεται και φέρεται, χωρίς ουσιαστικά δικαιώματα.[28]

Θα πρέπει, επομένως, να αναδειχθεί η καθοριστική σημασία της αυτοδιάθεσης της ολιστικής ύπαρξης του αθλητή, για την διεύρυνση των δικαιωμάτων του πέρα από το σωματικό πεδίο. Ο αθλητής είναι άνθρωπος, που δικαιούται και οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, αυτοκαθοριζόμενος, και όχι αφήνοντας να αποφασίζουν άλλοι για αυτόν. Οι όποιες ετεροκαθοριζόμενες επιλογές, και οι πιέσεις π.χ. από τον χορηγό, τον διαφημιστή, τον σύλλογο, την ομάδα, τον προπονητή, τον γονέα, συνιστούν ανελευθερία του ανθρώπινου υποκειμένου και μετατροπή του σε ανθρωποειδές αντικείμενο ή εργαλείο.[29]

Ο αθλητής συνιστά μια ψυχοσωματική προσωπικότητα, έναν πολίτη υπεύθυνο, και η εξορία του από την πολιτική ευθύνη είναι αλλοτρίωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ακόμη χειρότερα, η απομόνωση του αθλητή στην εργαλειακότητα του σώματός του, με τον ταυτόχρονο αποκλεισμό του από την ιδιότητα του πολίτη, είναι αλλοτρίωση και των θεμελιωδών αρχών της ελληνικής φιλοσοφίας όπως αυτή έχει αναπτυχθεί από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η αντιστοιχία του πολίτη με τον αθλητή αξιολογείται και από τους δύο φιλοσόφους ως η μόνη κατάλληλη για την επίτευξη του πολυτιμότερου στόχου: να γίνει ο άνθρωπος καλός και αγαθός πολίτης και να επιτύχει την ευδαιμονία.[30]

Η αρχική μορφή της πραγματικής ελευθερίας και αυτονομίας, ή αλλιώς η παιδεία που ξεπροβάλλει από τις Ολυμπιακές αρχές, είναι ξεκάθαρα «ολιστική»,[31] σταθερή στον ανθρωποκεντρισμό της εξέλιξης του σώματος και της ψυχής, της πολιτικής εκεχειρίας, που απομακρύνει την αναξιοπρέπεια ο άνθρωπος να είναι ανταγωνιστικός, ατομικιστής και απομονωμένος στον κόσμο του, καταλήγει ο Φουρνάρος.[32] Αναδεικνύεται, κατά συνέπεια, η αναγκαιότητα της πολιτικής φιλοσοφίας του σώματος, βασισμένης όμως στη βούληση των κοινωνιών να μετασχηματίσουν με θεσμούς και νόμους, την υλιστική και εργαλειακή σωματικότητα. Προϋπόθεση είναι ο ανα-σχηματισμός της πολιτικής φιλοσοφίας του σώματος να γίνει εντός του πλαισίου της καθολικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, της οποίας το σώμα αποτελεί όμορφο και απαραίτηττο μέρος.[33]

Επιλεγόμενα

Κεντρικός όρος στον στοχασμό του Καστοριάδη, που επηρεάζει και τη σκέψη του Φουρνάρου, είναι η αυτονομία. Στόχος της είναι η συνειδητοποίηση της αυτοθέσμισης της κοινωνίας και του γεγονότος ότι οι άνθρωποι συγκροτούνται οι ίδιοι σε κοινότητες, ταυτόχρονα όμως ευθύνονται για την ιστορία τους, που είναι αποτέλεσμα της δικής τους θέλησης και δράσης. Δεν θα αποκαλούσε αυτόνομο εκείνον που ικανοποιεί απλώς τις επιθυμίες του, χωρίς κανέναν έλεγχο, ή όποιον νομίζει πως νόμος είναι το να κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Το ίδιο, κατ’ επέκταση, ισχύει και για την κοινωνία.

Βασική θέση στο έργο του Καστοριάδη έχει και η έννοια της «πολιτικής». Η πολιτική κατ’ αυτόν υπάρχει όταν υπάρχει η αυτοστοχαστική δράση των ανθρώπων ως συλλογικότητας. Δεν υπάρχει, όμως, όταν οι άνθρωποι εκχωρούν τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους, τη δύναμή τους, στους δήθεν εκπροσώπους τους που αντιπροσωπεύουν οικογενειακά, κομματικά, επαγγελματικά, ιδιωτικά και προσωπικά συμφέροντα.

            Ο Καστοριάδης, επιπλέον, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τις κύριες σχολές σκέψης, αναδεικνύει τον παράγοντα του φαντασιακού στον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας. Το πολιτικό του έργο εναντιώνεται σε όλες τις υπάρχουσες αντιλήψεις, είτε πρόκειται για τον φιλελευθερισμό και την σοσιαλδημοκρατία, είτε για τον κομμουνισμό και την παγκοσμιοποίηση. Εξ άλλου, είναι χαρακτηριστική, η συνεχής αντιπαράθεσή του με τις εκάστοτε κυρίαρχες σχολές σκέψης, τις πολιτιστικές μόδες, τα δόγματα και τις ορθοδοξίες.

            Η αξία της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, κατά τον Καστοριάδη, συνίσταται στη δυνατότητα να κάνει ο άνθρωπος κάτι για ν’ αλλάξει τα κακώς κείμενα. Αν ο άνθρωπος δεν θέλει να κάνει κάτι, τότε αυτή η ελευθερία μετατρέπεται σε καθαρό σχήμα κενού. Φοβισμένος από αυτό το κενό και το αδιέξοδο, ο σημερινός άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο σε ένα κοπιαστικό και επιφανειακό φούσκωμα του δήθεν ελεύθερου χρόνου του και σε μια ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενη, όλο και περισσότερο εντεινόμενη, αποπνικτική, ρουτίνα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, επισημαίνει ο Καστοριάδης, καταναλώνει ή καλύτερα σκοτώνει τον «ελεύθερο  χρόνο» του στην τηλεόραση κυρίως, και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καταναλώνοντας μέσα απ’ την τηλεόραση, δι’ αντιπροσώπου, τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν γεμάτη χρήματα, σεξ, εξουσία και βία.

Η «επανάσταση», κατά τον Καστοριάδη, σημαίνει τον ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών της κοινωνίας. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο δια της παιδείας. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι μια δημοκρατία τέλεια, καταφθάνει σαν τον από μηχανής θεό, είναι βέβαιο ότι δεν θα καταφέρει να επιβιώσει, αν δεν δημιουργήσει τα άτομα που της αναλογούν και που κυρίως είναι  ικανά να την κάνουν να λειτουργήσει και να την αναπαραγάγουν. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία, χωρίς δημοκρατική παιδεία. Ο κεντρικός λόγος της παιδείας σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι αναμφισβήτητος.

Ο Καστοριάδης δεν αναφέρεται στο στενό πλαίσιο στο οποίο κινείται η παιδεία που παρέχεται από το Υπουργείο Παιδείας, ή έστω δεν βασίζεται μόνο σ’ αυτήν, ούτε στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», με την οποία, υποτίθεται, θα προσεγγίζαμε περισσότερο τη δημοκρατία. Αναφέρεται προδήλως στην παιδεία η οποία αρχίζει με τη γέννηση του ανθρώπου και τελειώνει με τον θάνατό του. Η παιδεία συντελείται παντού και πάντα, σε μια πνευματικώς ενεργή διάρκεια βίου. Οι τοίχοι της πόλης, τα βιβλία, τα θεάματα, τα γεγονότα εκπαιδεύουν τους πολίτες, αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, αντί να εκπαιδεύουν, σήμερα κατά κύριο λόγο «παρεκπαιδεύουν», και κατ’ επέκταση αλλοτριώνουν.

Γι’ αυτό το λόγο προβάλλει και πάλι ως επιτακτική προτεραιότητα η φιλοσοφική ανθρωπολογία, όπως επισήμανε παραπάνω ο Φουρνάρος.[34] Και είναι ευθύνη του πεπαιδευμένου ανθρώπου να αναδείξει αυτήν την αναγκαιότητα. Κατά τον Καστοριάδη: «Το επιτακτικό καθήκον σήμερα είναι να καταθέσουμε τον προβληματισμό μας, να θέσουμε υπό έλεγχο τις τυφλές δυνάμεις που εξαπέλυσε το σύστημα, όπως, παραδείγματος χάριν, την τεχνο-επιστήμη, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη μανία του πλουτισμού και του σφετερισμού κτλ.».[35]

Βιβλιογραφία

Αλατζόγλου-Θέμελη, Κική (2011). «Ο Καστοριάδης και η ελληνική

ιδιαιτερότητα» στο: Γ. Οικονόμου (επιμ.), Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Η γένεση της δημοκρατίας και η σημερινή κρίση, εκδ. Ευρασία, Αθήνα.

Γογγάκη, Κωνσταντίνα (2003). «Η κατά Πλάτωνα περί Γυμναστικής διδασκαλία», στο: Γογγάκη, Κ. Οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό, Αθήνα: Τυπωθήτω-Γ. Δαρδανός, σσ. 125-141.

………….. (2008). «Ο ανθρωπισμός του σώματος ως αντίβαρο στην

αθλητική αλλοτρίωση», Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, 87: 78-83.

……….. (2013). Το ολυμπιακό ιδεώδες. Παγκόσμια κρίση και προοπτικές,

εκδ. Gutenberg, Αθήνα.

………….. (2013 β). «Η ιδέα της ατομικής ελευθερίας ως υπόβαθρο του

Ολυμπισμού», Εδώ Πανεπιστήμιο (Το Καποδιστριακό), αρ. φύλλ. 196, σ. 7.

Gongaki, Κonstantina (2018). «“Body culture” as a spiritual echo of Olympia

and the fragmented nature of physical education in the modern-day school in Greece», in: Konstantinos Margaritis (Ed.), Law, Ethics and Integrity in the Sports Industry, Hershey, PA: IGI Global, pp. 157-168.

Καστοριάδης, Κορνήλιος (1995). Χώροι του ανθρώπου, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα.

…………… (2000). Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα.

…………… (2001). Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα.

…………… (2001, 5η). Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας, Συνεντεύξεις

– μεταφράσεις – επιμέλεια: Τέτα παπαδοπούλου, εκδ. Πόλις, Αθήνα.

……………. (2010). Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ.

Ευρασία, Αθήνα.

…………… (2010). Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, εκδ. Ευρασία, Αθήνα.

Κοραής, Αδαμάντιος (1966). Αλληλογραφία, τ. Β΄, Εκδόσεις Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, Αθήνα.

Curtis David A. (επιμ. 1997). TheCastoriadisReader, Blackwell Publishers Ltd., Oxford.

Μπράμος, Μάριος – Φουρνάρος, Σωτήριος (2004). «Το αξιολογικό περιεχόμενο της Ολυμπιακής Παιδείας», Φιλοσοφία και Παιδεία, 7-10.

Mueller, Gustav – Bargeliotes, Leonidas (2004). Φιλοσοφικά θεμέλια της παιδείας, μτφρ. Σωτήριος Φουρνάρος, εκδ. Έννοια, Αθήνα.

Fournaros, Soteres (2004). «Olympic Paideia: Building Social and Political Bonds through Olympic Symbolism», Skepsis XV/i, 131-141.

Φουρνάρος, Σωτήριος (2014). Η sancta realitas (αγία πραγματικότητα) του

σώματος; Ή: Η πολιτική φιλοσοφία του σώματος, Φιλοσοφία και Αθλητισμός. Πρακτικά Β΄ Φιλοσοφικού Συμποσίου, Μουσείο Ιστορίας ΕΚΠΑ, Αθήνα, 16 Μαΐου 2014, Επιμ. Κωνσταντίνα Ι. Γογγάκη – Ιωάννης Γ. Καλογεράκος, εκδ. Παπαηλιού, Αθήνα, σσ. 97-111.

…………. (2014 β). «Η φιλοσοφική ανθρωπολογία του ‘ανοιχτού ανθρώπου’ στη διαύγαση του Καστοριάδη», στο: Vasileios E. Pantazis & Michael Stork (Hrsg.), OmmasinalloisFestschriftfürProfessorIoannisETheodoropouloszum 65Geburtstag, εκδ. Oldib, Essen, 113-130.

…………. (2015). Από τη Φιλοσοφία στην Πολιτική και την Παιδεία στη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα.

…………. (2017). «Η οντολογία του χάους και του ανθρώπου», Ανακοίνωση, Διεθνές Φιλοσοφικό Forum «Ανάδρασις», στο:

http://www.pemptousia.gr/2017/04/oli-i-filosofia-ine-filosofia-tis-glossas/ (1ο μέρος).

Χορκχάιμερ, Μαξ (1984). «Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα», στο: Αντόρνο, Λόβενταλ, Μαρκούζε, Χορκχάιμερ, Τέχνη και μαζική κουλτούρα, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα.


[1] Ο Σωτήριος Φουρνάρος, Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής), και Πρόεδρος της Ένωσης Καθηγητών για την Προαγωγή της Φιλοσοφίας στην Εκπαίδευση (ΕΚΔΕΦ), έφυγε πρόωρα από τη ζωή και από κοντά μας, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του.

[2] Σ. Φουρνάρος (2014), 97-111.

[3] Φουρνάρος (2015).

[4] Κ. Καστοριάδης (1995), 211.

[5] Για την έννοια της αμφισβήτησης βλ. Καστοριάδης (2010), 343.

[6] Φουρνάρος (2014), 98. Πβ. Φουρνάρος (2017).

[7] Μ. Χορκχάιμερ (1984), 64-65.

[8] Αριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικὰ Ζ 1. 1028b3: τε ζητούμενον καεπορούμενον.

[9] Φουρνάρος (2014), 100.

[10] Καστοριάδης (2000), 28.

[11] Φουρνάρος (2014), 101.

[12] ‘Ο.π. 101-102.

[13] Ό.π. 102-103.

[14] Βλ. Καστοριάδης (2010), 141. Πβ. Κ.Ι. Γογγάκη (2013), 363-373, 479-491.

[15] Φουρνάρος (2014), 103-104, Φουρνάρος (2014 β), 119.

[16] Γογγάκη (2013), 363.

[17] Φουρνάρος (2014), 104. Για την έννοια της ‘ανοικτότητας’, βλ. Καστοριάδης (2001), 3, πβ. Φουρνάρος (2017) και Φουρνάρος (2014, β), 119.

[18] G. Mueller – L. Bargeliotes (2004), 39-40.

[19] Φουρνάρος (2014), 104-105.

[20] Ό.π. 105.

[21] Ό.π.

[22] Ό.π. 106.

[23] Καστοριάδης (2000), 130.

[24] Φουρνάρος (2014), 106-107.

[25] Ό.π. 107.

[26] Καστοριάδης (2000), 155. Πβ. Φουρνάρος (2014), 107-108.

[27] Γογγάκη (2013), 457, πβ. Γογγάκη (2008), 78-83.

[28] Φουρνάρος (2014), 108.

[29] Ό.π. 108-109. Πβ. Γογγάκη (2013 β), 7.

[30] Βλ. Πλάτων, Πολιτεία E 477b-e, Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια Α 8. 1099a3-7. Πβ. S. Fournaros (2004), 137, Φουρνάρος (2014), 109, Γογγάκη (2003), 125-141.

[31] Βλ. Κ. Gongaki (2018), 157-168.

[32] Μ. Μπράμος – Σ. Φουρνάρος (2004), 8.

[33] Βλ. Φουρνάρος (2014), 110.

[34] Πβ. Φουρνάρος (2015), 94-95, 102-105.

[35] Καστοριάδης (2010), 141.